Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

«Υπάρχει μια υπονομευτική εκστρατεία εναντίον του δημόσιου πανεπιστημίου» Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά

«Υπάρχει μια υπονομευτική εκστρατεία εναντίον του δημόσιου πανεπιστημίου»

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, μιλώντας για τα προβλήματα και της προοπτικές της Ανώτατης Εκπαίδευσης, χαρακτηρίζει κεφαλαιώδους σημασίας την επαναφορά του Τμήματος με τον νόμο Μπαλτά και υπογραμμίζει ότι υπήρξε για πολλά χρόνια μια δυσφημιστική και υπονομευτική εκστρατεία εις βάρος του δημόσιου πανεπιστημίου.
• Ήταν αναγκαιότητα η κατάργηση του νόμου Διαμαντοπούλου και, εάν ναι, γιατί;
Υπάρχουν δύο αναγκαιότητες. Η μία είναι μακροπρόθεσμη και η άλλη αφορά το εδώ και τώρα. Μια πλήρης αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού ζητήματος θα προϋπέθετε μια συστηματική, δύσκολη και ασαφούς έκβασης διαβούλευση που θα διαρκούσε για χρόνια. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης δεν είναι ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Ενα πρόβλημα που φέρνει όλες τις σύγχρονες πολιτείες μπροστά σε άπειρες αντιφάσεις και αδιέξοδα. Ομως, ακόμα και αν είναι αφέλεια να πιστέψεις ότι το λύνεις, θα πρέπει να επιχειρήσεις να το αντιμετωπίσεις αλλιώς. Από την άλλη μεριά είναι όμως επίσης αναγκαία μια παρέμβαση σε ένα πιο στενό, βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Και τέτοιος είναι ο νόμος που θα κατατεθεί.
• Δεν γνωρίζουμε τα οριστικά του σημεία.
Είναι πολλά. Προσωπικά θα ήθελα να σταθώ σε ένα από τα σημεία που κατ’ εμέ έχει μείζονα σημασία. Και αυτό αφορά την επάνοδο του Τμήματος.
• Αυτή η επαναφορά τι σημασία έχει για τη λειτουργία των πανεπιστημίων;
Κατά τη γνώμη μου, κεφαλαιώδη. Ανεξάρτητα από τη δομή του πανεπιστημίου, ο ζωντανός του πυρήνας είναι το Τμήμα. Είναι το κύτταρο, στο πλαίσιο του οποίου ζουν και σπουδάζουν οι φοιτητές. Ζουν και διδάσκουν οι καθηγητές. Εδώ συνάπτονται σχέσεις, γνωριμίες, συμμαχίες και δημιουργούνται αντιθέσεις. Εδώ συμβαίνει αυτή η συνεχής διάδραση που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε εκπαιδευτική διαδικασία. Ακόμα και αν υπάρχουν διατμηματικές δραστηριότητες σε κάθε περίπτωση το Τμήμα αποτελεί το κύτταρο. Και αυτό ισχύει σε όλα τα μέρη του κόσμου. Αυτή είναι και η δική μου εμπειρία σε δεκάδες ξένα πανεπιστήμια. Το Τμήμα είναι το μόνο απαρασάλευτο κυτταρικό σύστημα, το οποίο πρέπει να μείνει ζωντανό και αυτόνομο. Αυτό το Τμήμα λοιπόν μπορεί να μην καταργείτο από τον προηγούμενο νόμο, αλλά έχανε πολλαπλά την οντότητά του. Και αυτό διότι η αυτονομία του πανεπιστημίου με το παλιό νομοθέτημα επικεντρωνόταν στη διοίκησή του, στο συμβούλιο που ουσιαστικά διόριζε τον πρύτανη και τον κοσμήτορα και έμμεσα έθετε το πλαίσιο της εκλογής του διδακτικού προσωπικού από ένα μικρό και ελεγχόμενο επταμελές εκλεκτορικό σώμα. Το Τμήμα δεν μετείχε αποφασιστικά. Εν δυνάμει τουλάχιστον, η «κορυφή» ήλεγχε και αποφάσιζε για όλα.
• Τι είναι αυτό που αλλάζει σήμερα;
Μια από τις βασικές διατάξεις του νέου προτεινόμενου συστήματος είναι η εκλογή καθηγητών να οργανώνεται δημόσια μέσα στο Τμήμα, στο ζωντανό κύτταρο, όπου όλοι οι μετέχοντες στη γενική συνέλευση είναι δυνατό να παρακολουθούν και να έχουν άποψη. Αυτό δεν επιτρέπει την πλήρη παραβίαση της διαφάνειας. Βέβαια τέτοιες παραβιάσεις υπάρχουν πάντοτε. Απόλυτη αξιοκρατία, ας μη γελιόμαστε, δεν υπάρχει ποτέ. Ομως όταν έχεις τριάντα π.χ. ή πενήντα ανθρώπους που είναι παρόντες στη διαδικασία εκλογής, τότε εξασφαλίζεται μια διαφάνεια. Αντίθετα, όταν το σύστημα της διοίκησης του Πανεπιστημίου ορίζει μια μικρή ομάδα εκλεκτόρων που διορίζεται από πάνω και, κυρίως, όταν οι συνεδριάσεις αυτού του σώματος δεν είναι δημόσιες, τότε ανοίγει ο δρόμος για κάθε λογής αυθαιρεσίες. Το σημαντικότερο είναι πως όσο πιο δημόσιες οι διαδικασίες, τόσο πιο αξιοκρατικές μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα είναι.
• Με αυτό υπονοείτε ότι η πλήρης διαφάνεια θα συμβάλει να αποφευχθούν φαινόμενα αναξιοκρατίας του παρελθόντος, ακόμα και προ του νόμου Διαμαντοπούλου;
Απολύτως. Προφανώς και υπήρχαν τέτοια φαινόμενα αναξιοκρατίας και προ του νόμου Διαμαντοπούλου. Τέτοιου είδους φαινόμενα δεν αποφεύγονται ποτέ ολοκληρωτικά. Το ζήτημα είναι να τα περιορίσεις στο μίνιμουμ δυνατόν. Να καταστήσεις εμφανείς τις ασφαλιστικές δικλίδες όπου θα μπορούν οι συμμετέχοντες να ενίστανται, να δημοσιοποιούν τις όποιες αντιρρήσεις τους και άρα να καθιστούν δύσκολο το έργο της αδιαφάνειας.
• Απέναντι στον νόμο Μπαλτά επιχειρήθηκε να στηθεί ένα ολόκληρο «κίνημα», με σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Πώς το σχολιάζετε;
Επιχειρήθηκε και επιχειρείται συνεχώς. Θα έλεγα ότι δεν είναι τυχαίο. Για παράδειγμα το θέμα των «αιώνιων φοιτητών». Δεν είναι πρόβλημα, τουλάχιστον λειτουργικό, καθώς με την παρέλευση δύο χρόνων από την ολοκλήρωση της φοίτησής τους, παύουν να έχουν την παραμικρή δυνατότητα να απολαμβάνουν των οποιωνδήποτε ωφελημάτων. Θα αναφερθώ και στο θέμα του ασύλου. Το άσυλο, όπως συμβαίνει και με το άσυλο της κατοικίας, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο. Το γεγονός ότι πολλές φορές πολλοί πρυτάνεις δεν έχουν ζητήσει από την αστυνομία να παρέμβει όταν θεωρούσαν ή δεν θεωρούσαν ότι έπρεπε να παρέμβει, δεν έχει τίποτα να κάνει με τον νόμο. Στο σημείο αυτό δεν άλλαξε τίποτα.
• Βλέπουμε όμως να επιμένουν στο ζήτημα της λεγόμενης σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά, κάτι που πάει χέρι χέρι και με την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών. Τι λέτε γι’ αυτό;
Αυτό γίνεται έμμεσα. Υπάρχουν δύο βασικές λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Η μία είναι να αναπτύξει σε όσο γίνεται πιο βαθύ και πλατύ επίπεδο τη γνώση και να συμβάλει έτσι ώστε η γνώση αυτή να είναι δυνατό να λειτουργήσει κοινωνικά, οικονομικά και ιδεολογικά σε όσο το δυνατόν ευρύτερη κλίμακα. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, η οποία συνήθως αποσιωπάται. Είναι η διάσταση του ποιος εκπαιδεύεται. Του κατά πόσο είναι σωστό ή ανεκτό η εκπαιδευτική διαδικασία να γίνεται με αυστηρά επιλεκτικά κριτήρια – αυτά δεν μπορούν ποτέ να λείψουν. Ομως υπάρχουν κριτήρια και μέθοδοι ώστε η εκπαιδευτική επιλογή να μην αποκλείει εύκολα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που ξεκινάει με δυσμενέστερες κοινωνικές προϋποθέσεις. Το ζήτημα της εξισορρόπησης ανάμεσα στο αίτημα του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού είναι κάτι που δημιουργούσε ανέκαθεν εντάσεις σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο: αστικό, σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό. Δεν είναι ένα ιδεολογικό πρόβλημα. Καταλήγει όμως να είναι πολιτικό και ιδεολογικό πρόβλημα, και μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να το βλέπει και να το επισημαίνει, την ίδια στιγμή που άλλοι απλώς το αποσιωπούν.
• Λύνεται αυτό με ένα νόμο;
Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να το λύσει ένα εκπαιδευτικό νομοσχέδιο όπως το σημερινό. Θα μπορούσε όμως να τεθεί ως ευρύτερο πρόβλημα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναθεώρησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως ελπίζεται ότι μπορεί να γίνει έπειτα από μακρά διαβούλευση από μία αριστερή κυβέρνηση, η οποία θα έχει συνείδηση όχι μόνο των ευθυνών της, αλλά και των ορίων της.
• Ποιες είναι οι ορίζουσες του προβλήματος;
Σε μια φιλελεύθερη κοινωνία, όπως είναι η δική μας, δεν είναι δυνατόν να σκεφτούμε ότι μπορούμε να φτιάξουμε μια ισοπεδωτική εκπαίδευση, όπου όλοι θα είναι δυνατό να σπουδάζουν τσάμπα για όσο καιρό θέλουν σε όποιο ίδρυμα θέλουν. Αυτό δεν είναι νοητό ούτε οικονομικά ούτε κοινωνικά. Από την άλλη μεριά όμως δεν είναι δυνατό να σκεφτόμαστε μια εκπαίδευση η οποία θα αδιαφορεί για τους αποκλειόμενους από τη δυνατότητα να ανελιχθούν κοινωνικά και οικονομικά μέσω της γνώσης. Το δίλημμα αυτό δεν λύνεται. Αλλά εάν δεν έχουμε συνεχώς στο κεφάλι μας το ερώτημα πώς είναι δυνατό να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γνωσιακή διείσδυση των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και με όσο το δυνατόν δικαιότερα κριτήρια, οδηγούμαστε σε μια πλήρη υποταγή σε μια τεχνοκρατική και αγοραία αντίληψη για το πανεπιστήμιο. Δηλαδή συναποδεχόμαστε να εκχωρήσουμε αμαχητί όλα τα αιτήματα μιας κοινωνίας που αδιαφορεί εντελώς για την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική αλληλεγγύη. Εδώ ακριβώς τίθεται ένα θέμα μιας αριστερής προσέγγισης της Παιδείας που δεν μπορεί να αγνοεί τα τεράστια προβλήματα που είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει. Πρέπει να έχει συνεχώς την ευαισθησία να ξέρει ότι ποτέ τα προβλήματα δεν λύνονται ολοκληρωτικά.
• Ποια είναι τα κομβικά προβλήματα της εκπαίδευσης που πρέπει να λυθούν άμεσα;
Είναι πολλά. Δυστυχώς τα περισσότερα απ’ αυτά είναι θέματα χρηματοδότησης, τα οποία στο πλαίσιο της δημοσιονομικής στενότητας και στην οποία φοβούμαι ότι θα βρισκόμαστε για αρκετά χρόνια ακόμα, δεν είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ριζικές ανατροπές. Για παράδειγμα η πλήρωση των κενούμενων θέσεων των μελών ΔΕΠ, η μη επαρκής προκήρυξη νέων θέσεων, η έλλειψη υποδομής ή η έλλειψη επαρκών υποτροφιών.
• Σε τι οφείλεται η φιλολογία για την «αθλιότητα» του ελληνικού πανεπιστημίου;
Υπάρχει μια υπονομευτική εκστρατεία εναντίον του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου και αυτή έχει αρχίσει εδώ και πέντε χρόνια στο πλαίσιο της γενικής τάσης, η οποία επικρατεί για αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, σε πείσμα των απείρων ελαττωμάτων και των κρουσμάτων διαφθοράς τους, είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τείνουν να μας τα εμφανίζουν. Η δυσφημιστική εκστρατεία είναι πολλαπλά κακή, διότι μέσα από αυτήν κλονίζεται η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στα ελληνικά πανεπιστήμια και η εμπιστοσύνη του λαού στη δυνατότητα αυτών των πανεπιστημίων να διεκδικήσουν και να υλοποιήσουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου