Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η Αριστερά και ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας και η σκιά του μακαριστού Χριστόδουλου

Η Αριστερά και ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας και η σκιά του μακαριστού Χριστόδουλου


Μία από τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζει κάθε πρωθυπουργός στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, είναι ότι μια κατά μέτωπον αντιπαράθεση με την Εκκλησία συνεπάγεται ένα υψηλότατο πολιτικό κόστος». Με τα λόγια αυτά μόλις προχθές ο «Εκόνομιστ» διαπίστωνε ότι «η αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας βάζει νερό στο κρασί της κοσμικότητάς της».

Το βρετανικό περιοδικό μάλιστα πρόσθετε ότι το κόστος αυτό «είναι προφανώς υπερβολικά υψηλό για τον κ. Τσίπρα, ο οποίος έχει πολλά άλλα πράγματα για τα οποία ανησυχεί: όχι μόνο μια συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, αλλά και τις γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή, μια κατάσταση που συχνά έχει οδηγήσει τους Ελληνες να συσπειρωθούν γύρω από τη θρησκεία τους».

Η όλη συζήτηση ξεκίνησε, αυτή τη φορά, με την πρόταση της κυβέρνησης να απλοποιηθεί ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, κάτι που προκάλεσε την οξεία αντίδραση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου «Η σκιά του μακαριστού Χριστόδουλου» και επανέφερε στην επιφάνεια το διαχρονικό αίτημα χωρισμού Εκκλησίας-κράτους.

Ο μύθος της ουδετερότητας

Ενας από τους καταστατικούς αστικούς μύθους είναι και αυτός περί της ουδετερότητας του κράτους, το οποίο ευρισκόμενο (υποτίθεται) υπεράνω οικονομικών και ταξικών συμφερόντων, φροντίζει το «κοινό καλό». Στην πράξη βέβαια αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα, και μάλιστα των ισχυρότερων οικονομικά και κοινωνικά, έτσι ώστε σε καθημερινή βάση οι αποφάσεις του να είναι ευνοϊκές υπέρ τους.

Η σημερινή κατάσταση γιγαντιαίων ανισοτήτων που συνοψίζεται στην εξίσωση «το 1% εναντίον του 99%», δεν αποτελεί παρά την ακραία έκφραση αυτής της πραγματικότητας.

Ο μύθος της ουδετερότητας, στην ελληνική πραγματικότητα, αφορά και το πνευματικό πεδίο και –πιο συγκεκριμένα– τα ζητήματα θρησκευτικής συνείδησης, στα οποία παρά τη διακηρυγμένη ανεξιθρησκία, η πράξη δείχνει μέχρι σήμερα τη μεροληπτική στάση του κράτους υπέρ της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, βασισμένη και στην παρερμηνεία του συνταγματικού άρθρου 3 περί «επικρατούσας θρησκείας».

Ομως, το συγκεκριμένο άρθρο δεν μπορεί να οδηγεί, άμεσα ή έμμεσα, σε σχετικοποίηση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, έτσι όπως αυτή κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 13 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει κατ’ αρχήν στο κράτος να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο, αλλά και από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία έχει κυρωθεί νομοθετικά (ν.δ. 53/1974) και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου.

Οπως γράφει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος, «σε διαφορετική περίπτωση έχουμε, έστω μερική, αναίρεση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και επανερχόμαστε στο πριν από το Σύνταγμα του 1927 ισχύον καθεστώς της ανεξιθρησκίας, αντί για θρησκευτική ελευθερία».

Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η Εκκλησία τη θέση της Ορθοδοξίας μεταξύ των υπόλοιπων θρησκειών, και κατά συνέπεια πώς αντιμετωπίζει τα αλλόθρησκα μέλη της κοινωνίας μας, είναι χαρακτηριστικός. Ανακοίνωση που εξέδωσε στις 9 Φεβρουαρίου 2015 το Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Μητρόπολης του Πειραιά, με τίτλο «Σχόλιο σε μαρξιστικό παραλήρημα για την αγιοκατάταξη του Αγίου Παΐσιου», ως απάντηση σε άρθρο μου στην «Εφ.Συν.», ανέφερε:

«Η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν μπορεί να συγκριθεί με τις διάφορες θρησκείες του κόσμου, ούτε με τις τραγικές εκπτώσεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά δεν είναι καν θρησκεία, τουλάχιστον όπως εννοούνται οι θρησκείες του κόσμου [...] διότι η Αγία μας Εκκλησία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των θρησκειών [... Είναι] η Ορθοδοξία μας, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού!».

Εξ ου και η λογική τού «Εμείς» και οι «Αλλοι», δηλαδή και η λογική του περιούσιου και των συνεπαγόμενων αποκλεισμών.

Μειωμένη κυριαρχία

Σε μια ιδιόμορφη κατάσταση μειωμένης κρατικής κυριαρχίας, εξαιτίας του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους, οι ελληνικές κυβερνήσεις, της παρούσης συμπεριλαμβανομένης, αποδέχτηκαν εκβιαστικά την αποχή από «μονομερείς ενέργειες», δυσφημιστική αναφορά των δανειστών σε όποιο μέτρο κοινωνικής πολιτικής και προστασίας. Οι «μονομερείς ενέργειες» έμειναν έτσι αποκλειστικό προνόμιο των πιστωτών-επικυρίαρχων.

Μια παρόμοια ιδιόμορφη και πρωτοφανής –για τα ευρωπαϊκά, αλλά και ευρύτερα, δεδομένα– κατάσταση μειωμένης κυριαρχίας ισχύει και για τη σχέση κράτους-Εκκλησίας. Υπάρχουν τομείς –σχολικά βιβλία, διδασκαλία, θρησκευτικά σύμβολα, αγιασμοί, σχολικές προσευχές, επίσκεψη ιερέων στα σχολεία και δυνατότητα εξομολόγησης των μαθητών κ.λπ.– όπου το κράτος στην ουσία «συγκυβερνά» με την Εκκλησία ή τουλάχιστον η τελευταία έχει σοβαρό και βαρύνοντα λόγο. Σ’ αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ή να υποτιμάμε και τη σχέση αρκετών πολιτικών με την Εκκλησία ή ακόμα και με παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν ως δεξαμενές ψήφων. Χαρακτηριστική ήταν η ρήση του μακαριστού Χριστόδουλου περί «Δεξιάς του Κυρίου».

Βέβαια η επιρροή της Εκκλησίας στους πολιτικούς είναι διαχρονική και υπερκομματική. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως υπουργός Πολιτισμού το 2003, ενέκρινε την απομάκρυνση από την εικαστική έκθεση Outlook έργου Βέλγου καλλιτέχνη «που προκάλεσε ήδη έντονες αντιδράσεις ως προσβλητικό του σταυρού, δηλαδή του συμβόλου της Χριστιανικής Θρησκείας».

Την απομάκρυνση ζητούσαν τόσο ο Μιλτιάδης Εβερτ όσο και ο Θόδωρος Ρουσόπουλος από τη Ν.Δ. Πρόσφατοι είναι και οι τραμπουκισμοί χρυσαυγιτών βουλευτών έξω από τον πολυχώρο «Χυτήριο», το 2012, στην πρεμιέρα του έργου «Corpus Christi», μαζί με μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων. Τέλος, δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει τις διαρκείς αναφορές του Αντώνη Σαμαρά στις «άγιες εικόνες» που δεν θα κατέβουν από τα σχολεία ή στο αγαπημένο του μότο «με τη βοήθεια της Παναγιάς», με τα οποία απευθυνόταν στα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας.

Οχι αιφνιδιασμοί

Πολλές φορές, από τα χείλη των αρμόδιων υπουργών ακούσαμε το καθησυχαστικό (προς την Εκκλησία) «δεν θα αιφνιδιάσουμε κανέναν, όλα θα γίνουν με διάλογο», ενώ από την πλευρά των ιεραρχών υπήρξαν κατά κόρον απειλές και «προειδοποιήσεις», όπως αυτή του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, με αφορμή τις δηλώσεις του βουλευτή Ν. Φίλη τότε περί ανάγκης χωρισμού κράτους - Εκκλησίας, ότι «αυτοί που σκέφτονται τέτοια πράγματα, θα το μετανοήσουν» (Μάιος 2015).

Σήμερα ο κ. Φίλης ως αρμόδιος υπουργός, μετά τη συνάντησή του με τον αρχιεπίσκοπο και το θέμα που προέκυψε με τις δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού, Σίας Αναγνωστοπούλου, επανέλαβε ότι δεν θα υπάρξουν μονομερείς ενέργειες στο μάθημα των θρησκευτικών και ότι επιδιώκει μόνιμη συνεργασία με την Εκκλησία.

Η προσπάθεια να καταργηθεί η κατήχηση στα σχολεία ως διδασκαλία των θρησκευτικών και να αντικατασταθεί είτε με ένα μάθημα συγκριτικής θρησκειολογίας είτε με την ιστορία των θρησκειών θίγει τον σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας της Εκκλησίας ιδεολογικά, εξ ου και οι σφοδρές αντιδράσεις των ιεραρχών.

Ομως σ’ ένα σύγχρονο κράτος δεν μπορεί παρά να υπάρχει θεσμοθετημένα η θρησκευτική ελευθερία και να γίνεται σεβαστή απ’ όλους. Το καθεστώς «δυαδικής εξουσίας» κράτους - Εκκλησίας στα ζητήματα θρησκείας, συνείδησης και πνευματικότητας υποσκάπτει την κοσμικότητα του κράτους και μειώνει τις δυνατότητες των νέων ανθρώπων να αντιληφθούν την κοινωνική πραγματικότητα με τις αντιφάσεις της και να αγωνιστούν για να τη βελτιώσουν.

Η όποια αριστερή κυβέρνηση έχει χρέος με συνέπεια και μεθοδικά να οργανώσει τον δημόσιο διάλογο, να προετοιμάσει την κοινή γνώμη εξηγώντας την ανάγκη χωρισμού κράτους - Εκκλησίας και στη συνέχεια να προχωρήσει στα απαιτούμενα θεσμικά βήματα. Αλλωστε, σημαντικό μέρος των πολιτών αντιλαμβάνεται πλέον την ανάγκη αυτή. Τον περασμένο Απρίλιο δημοσκόπηση της Κάπα Research έδειξε ότι το 74,5% τάσσεται υπέρ του χωρισμού και μόνο το 19,7% διαφωνεί.

Παράλληλα, το 73% των ερωτηθέντων τασσόταν υπέρ της καύσης των νεκρών και το 78,4% υπέρ της άποψης ότι οι κληρικοί θα έπρεπε στο εξής να μισθοδοτούνται από την Εκκλησία και όχι από το ελληνικό Δημόσιο, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτά τα στοιχεία απαντούν και στο «επιχείρημα» πολλών ότι «η κοινωνία δεν είναι ώριμη», προκειμένου να ματαιωθεί ή να αναβληθεί επ’ αόριστον ο χωρισμός.

Θα επιλέξει λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να θέσει το θέμα του χωρισμού και της αποκρατικοποίησης της Εκκλησίας ή ο υπολογισμός του πολιτικού κόστους, σύμφωνα με τον «Εκόνομιστ», θα κυριαρχήσει για ακόμα μία φορά; Βέβαια, ο πρωθυπουργός έχει να συνυπολογίσει και την τρίτη παράμετρο στη «δυαδική εξουσία» κράτους - Εκκλησίας, που είναι η συγκυβερνώσα συνιστώσα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, με τις κόκκινες γραμμές της για «τα ζητήματα της Ορθοδοξίας». Ιδού η Ρόδος!

Του Τάσου Τσακίρογλου


Η σκιά του μακαριστού Χριστόδουλου



Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της, οι σχέσεις της νέας κυβέρνησης με την Εκκλησία περνούν από δοκιμασία. Η ευθύνη δεν ανήκει στους νέους υπουργούς, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται ο Αρχιεπίσκοπος θέλει εξαρχής να θέσει σε νέες βάσεις τη σχέση του με την κυβέρνηση της Αριστεράς.

Και ενώ ο κ. Ιερώνυμος είναι εκείνος που αποκατέστησε τους διακριτούς ρόλους των δύο θεσμών (Εκκλησίας και Πολιτείας) μετά την επεισοδιακή θητεία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, καθώς φαίνεται είναι ο ίδιος που σήμερα επιχειρεί μια ριζική αλλαγή πλεύσης με άγνωστες συνέπειες.

Εχοντας στο ενεργητικό του τον έλεγχο των πιο ακραίων φωνών της Ιεραρχίας, καθώς και την απομόνωση των ελάχιστων μητροπολιτών που έσπευσαν να εκτεθούν υπέρ της Χρυσής Αυγής το 2012, ο κ. Ιερώνυμος στρέφεται τώρα εναντίον των «άθρησκων» της Αριστεράς.

Ξάφνιασε η γνωστή οξύτατη αντίδρασή του για τη δήλωση της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας Σίας Αναγνωστοπούλου, σχετικά με την ανάγκη απλοποίησης της απαλλαγής από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, για όσους μαθητές το επιθυμούν.

Ο κ. Ιερώνυμος μίλησε για «ανοησίες κάποιας κυρίας», αμφισβήτησε ευθέως τις αρμοδιότητές της και επιχείρησε να τη φέρει σε αντιπαράθεση με το... υπουργείο της. Και όμως.

Η κυρία Αναγνωστοπούλου είπε κάτι πολύ απλό, το οποίο μάλιστα εδράζεται στις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας.

Εφόσον αναγνωρίζεται το δικαίωμα των μη ορθοδόξων να εξαιρούνται από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, δεν θα έπρεπε αυτή η εξαίρεση να συνοδεύεται από δηλώσεις «απιστίας».

Οι γνωστοί «φονταμενταλιστές» δεν έχασαν την ευκαιρία. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος αμφισβήτησε ακόμα και την ισχύουσα κατάσταση:

«Αν κάποιο από τα παιδιά έχει διαφορετικό θρήσκευμα ή δόγμα –αν είναι ρωμαιοκαθολικός, προτεστάντης, βουδιστής, δεν ξέρω– να μπορεί να πάρει απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, αφού προηγουμένως φέρει κάποιο πιστοποιητικό μιας αρμόδιας υπηρεσίας που να αποδεικνύει το διαφορετικό θρήσκευμά του.»   (The TOC, 25.9.2015)

Η συνάντηση

Η συνέχεια είναι γνωστή. Η συζήτηση μετατέθηκε στην αναγκαιότητα ή τον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών και απαιτήθηκε να επισπευστεί η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, προκειμένου να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις και να αποφευχθεί η περαιτέρω όξυνση.

Πολλοί αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο ο συνήθως προσεκτικός και στοχαστικός Αρχιεπίσκοπος ένιωσε την ανάγκη να φερθεί με απρέπεια στην αναπληρώτρια υπουργό.

Ολα τα δεδομένα συγκλίνουν στο γεγονός ότι δεν τον απασχολεί γενικά η διδασκαλία των Θρησκευτικών, αλλά ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών, και το κύριο μέλημά του είναι να παραμένει η δυσκολία που προκαλείται από τη στοχοποίηση ως «ετεροδόξων» όσων ζητούν την εξαίρεσή τους.

Ζούμε σήμερα μια μικρογραφία της «μάχης των ταυτοτήτων» του 2000, όταν η Εκκλησία, υπό την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ξεσηκώθηκε προκειμένου να μην απαλειφθεί η αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας.

Οπως και τότε, έτσι και τώρα, το διακύβευμα της διαμάχης είναι αν θα υποχρεώνονται οι πολίτες να δηλώνουν τη θρησκευτική τους ετερότητα, τη διάκρισή τους από την «επικρατούσα» πλειοψηφία, με τον κίνδυνο να πέσουν θύμα ανοιχτών ή έμμεσων διακρίσεων.

Ο κ. Ιερώνυμος είχε διαφοροποιηθεί το 2000 από την ακραία γραμμή του τότε Αρχιεπισκόπου. Ενώ ο Χριστόδουλος υποστήριζε την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ο Ιερώνυμος τάχθηκε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής. Βέβαια και με αυτό τον τρόπο δεν αποφευγόταν ο «στιγματισμός».

Γι’ αυτό τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την επιλογή της Πολιτείας για ολοσχερή απάλειψη του θρησκεύματος στις ταυτότητες (Ολομέλεια ΣτΕ, 2283/2001).

Παρ’ όλα αυτά, η στάση του κ. Ιερώνυμου ήταν διακριτή. Μάλιστα ο ίδιος επιδεικτικά απείχε από τη «λαοσύναξη», δηλαδή το συλλαλητήριο που οργάνωσε ο προκάτοχός του στο Σύνταγμα. Ομως στην ουσία της υπόθεσης δεν είχε διαφορετική άποψη.

Σε συνεντεύξεις του μιλούσε κι εκείνος για «σκοπιμότητες» και υπαινισσόταν «ανθελληνικές» συνωμοσίες:

«Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι η απαίτηση αυτή να μη γράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες δεν είναι θέμα ελληνικό, είναι θέμα το οποίο έρχεται από έξω και θέλει να εξυπηρετήσει και σκοπούς αυτών και σκοπούς άλλων που είναι μέσα σε αυτό τον χώρο.»(Αnt1 FM, 16.5.2000)

Τα «κεκτημένα»

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η διοικούσα Εκκλησία δεν μπορεί να υποχωρήσει σε ένα από τα βασικά της κεκτημένα: το γεγονός ότι όλοι οι Ελληνες θεωρούνται αυτομάτως από τη γέννησή τους ορθόδοξοι χριστιανοί, έως ότου οι γονείς τους ή οι ίδιοι προβούν σε κάποια δημόσια αποκήρυξη, κάτι που δεν είναι τόσο απλό σε μια κοινωνία που διατηρεί την ανεξιθρησκεία μόνο στα χαρτιά και επιφυλάσσει σειρά δυσμενών συνεπειών στους άθρησκους και κυρίως τους ετερόδοξους.

Ο λόγος που ο Αρχιεπίσκοπος προχώρησε σε αυτές τις δηλώσεις σχετίζεται ασφαλώς με τον σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης της Αριστεράς.

Με την κίνησή του ήθελε να προειδοποιήσει τους νέους υπουργούς Παιδείας ότι δεν είναι διατεθειμένος να ανεχθεί καμιά αλλαγή στο «status quo» των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας και κυρίως ότι δεν δέχεται καμιά τροποποίηση στο καθεστώς υποχρεωτικής ταύτισης των Ελλήνων πολιτών με το ορθόδοξο δόγμα.

Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο κ. Τσίπρας είχε φροντίσει να επισκεφτεί τον Αρχιεπίσκοπο και να τον προετοιμάσει για την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να υπάρξει και πολιτική ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης.

Με την πρωτοβουλία αυτή ο πρωθυπουργός πρόλαβε οποιαδήποτε αντίδραση και κατοχύρωσε πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο την επιλογή της πολιτικής διαβεβαίωσης έναντι του θρησκευτικού όρκου.

Το βήμα αυτό, αν και σημαντικό, έμεινε χωρίς συνέχεια, ενώ από τα μέσα ενημέρωσης υποβαθμίστηκε και αντιμετωπίστηκε ως ισοδύναμο με τις ενδυματολογικές παραξενιές της αριστερής κυβέρνησης, κυρίως με την κατάργηση της γραβάτας.

Ο αυτοπεριορισμός της πρώτης θητείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές διευκόλυνε την Ιεραρχία να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Εξάλλου η όποια επιφυλακτική θέση στελεχών του κόμματος της Αριστεράς αντισταθμιζόταν από την προγραμματική θρησκοληψία των δεξιών συγκυβερνώντων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα των επτά μηνών μόνο μία φορά διαταράχθηκαν οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, όταν με πρωτοβουλία του κ. Καμμένου δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην «περιοδεία» των λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας στην Ελλάδα.

Ηταν Μάιος του 2015, όταν ανακοινώθηκε ότι τα «λείψανα» που φυλάσσονται στη Βενετία θα γίνουν δεκτά με τιμές αρχηγού κράτους, καθώς και ότι θα περάσουν από το Νοσοκομείο του «Αγίου Σάββα».

Ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φίλης χαρακτήρισε «εμπόριο λειψάνων» όλη την επιχείρηση, και υποστήριξε πως «είναι λάθος να δίνουμε το σήμα ότι μέσα από τέτοιες διαδικασίες μπορεί να υποκατασταθεί η αναγκαία ιατρική αγωγή», ενώ η μεταφορά του σκηνώματος στον «Αγ. Σάββα» «παραπέμπει σε περιόδους Μεσαίωνα».

Ο διευθυντής Τύπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών Χάρης Κονιδάρης αντέδρασε με σκληρή ανακοίνωση, λέγοντας ότι «εμπόριο λειψάνων κάνει ο ίδιος ο κ. Φίλης. Εμπορεύεται τα λείψανα ενός δήθεν αριστερού αντικληρικαλισμού, ο οποίος και παραπέμπει σε περιόδους Μεσαίωνα, αφού επιδιώκει να περιορίσει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκείας».

Σύμφωνα με τον κ. Κονιδάρη, θα έπρεπε «ο κ. Φίλης να διδαχθεί από τη στάση του πρωθυπουργού της χώρας κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος σέβεται απόλυτα το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων».

Αντιδράσεις

Η τοποθέτηση του κ. Φίλη στη θέση του υπουργού Παιδείας μετά τις πρόσφατες εκλογές ασφαλώς θορύβησε αρχικά τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος αντέδρασε με την επιδεικτική επίθεση στην κυρία Αναγνωστοπούλου.

Την περασμένη Τρίτη, κατά την πρώτη τακτική συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος φρόντισε να επαναλάβει τον φόβο του ότι «φαινόμενα όπως το πρόσφατο επεισόδιο του μαθήματος των Θρησκευτικών, είναι η αιχμή του δόρατος».

Μάλιστα συνέδεσε το «επεισόδιο» με τις σχέσεις Ελλάδας - Ε.Ε., θυμίζοντας τον επιλεκτικό αντιευρωπαϊσμό του προκατόχου του, αλλά υποδεικνύοντας, όπως έκανε εκείνος, και τον «εσωτερικό» εχθρό:

«Φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι εδώ και οι Ευρωπαίοι, εκμεταλλευόμενοι τη δεινή μας οικονομική κατάσταση, στα πλαίσια της ρυθμίσεως των οικονομικών μας σχέσεων, δεν θα παραλείψουν αλλά αντιθέτως θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο την αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας μας, αρχίζοντας από τη σχολική μας εκπαίδευση. Το τραγικό είναι ότι οι εχθροί μας δεν είναι πλέον πέρα και μακριά, είναι εντός των τειχών μας. Το βλέπουμε, το οσφραινόμαστε.»

Το αποκορύφωμα της δήλωσης υπήρξε μια όψιμη «αντιμνημονιακή» τοποθέτηση:

«Εάν όμως υπάρχουν δεσμεύσεις και σχεδιασμοί που αποσκοπούν, όπως ψιθυρίζεται ζωηρά, στην αλλοίωση της μορφής της κοινωνίας μας και μάλιστα στην υποτίμηση της ιστορίας και των παραδόσεών μας, το ξεθεμελίωμα του θεσμού της οικογένειας και την επιβολή της διαστροφής, την περαιτέρω υποβάθμιση της γλώσσας μας και την περιφρόνηση του από αιώνες πολιτισμού μας, της πατρίδος μας, των οσίων και των ιερών μας· αν όλα αυτά είναι μέσα στα “προαπαιτούμενα” (πράγμα ακατανόητο), τότε η Ιεραρχία, ο κλήρος, ο ευσεβής και πιστός ελληνικός λαός, θα γίνουμε ανάχωμα, τείχη, οχυρά.»

Του Δημήτρη  Ψαρρά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου