Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Η δημόσια υγεία στην εντατική

Η δημόσια υγεία στην εντατική


Η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας έχει τις  πιο αποκρουστικές μορφές λόγω των γενικών πολιτικών λιτότητας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «κόφτη» δημοσίων δαπανών.
Η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας «φωτογραφίζεται» πεντακάθαρα και στις προβλέψεις του Μνημονίου Τσίπρα που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 2015.
Τα μέτρα εξοικονόμησης που περιγράφονται, μέσω για παράδειγμα της διαχείρισης των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων ή της βελτίωσης της διαχείρισης των νοσοκομείων ή της συγκεντρωτικής διαχείρισης της ζήτησης φαρμακευτικών προϊόντων, ξέρουμε – από εμπειρία πλέον – ότι όσο κι αν φαίνονται ουδέτερα για τον ασθενή, θα θίξουν ευθέως το επίπεδο της παρεχόμενης υγείας στους πολίτες.

Οι  μειώσεις των δαπανών στην υγεία (κατά 6,8 δισ. ευρώ ή 43,6% το 2014 σε σχέση με το 2010) στη φαρμακευτική περίθαλψη (που περιορίστηκε κατά 54,2% και διαμορφώθηκε σε 2,6 δισ. ευρώ για το 2014) και στις υπηρεσίες περίθαλψης (νοσοκομεία, γιατρούς και αποκατάσταση, που περιορίστηκε κατά 40,9% σε 5,2 δισ. ευρώ για την εν λόγω περίοδο).
Ενώ πλασαρίστηκε από τις  κυβερνήσεις(προσπαθώντας μνα βρουν συμμάχους.) ως μια μάχη κατά της διαφθοράς και των κυκλωμάτων,  δεν ήταν  τέτοια μάχη.
Ήταν μια μάχη κατά των φτωχών!

Όπως προκύπτει από την έρευνα υγείας της ΕΛΣΤΑΤ (2015) για το 2014 χρειάστηκε να λάβει ιατρονοσηλευτική φροντίδα και καθυστέρησε να τη λάβει ή δεν την έλαβε καθόλου α) το 13,1% του πληθυσμού (15+) λόγω μεγάλης λίστας αναμονής β) το 6,1% του πληθυσμού λόγω μεγάλης απόστασης ή προβλημάτων στην μεταφορά και γ) το 9,4% του πληθυσμού λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών και επαγγελματιών υγείας».

Σε μελέτη της Τράπεζας Ελλάδας αναφέρουν ότι «έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσμού (ειδικά των ηλικιωμένων) που δηλώνουν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Για παράδειγμα 1 στα 6 άτομα χαμηλού εισοδήματος το 2013 δήλωναν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να λάβει:
α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15+,
β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσμού 15+,
γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσμού 15+ και
 δ) τα φάρμακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσμού 15+».

Φαίνεται επομένως ότι η πολυδιαφημισμένη ελεύθερη πρόσβαση των 2 περίπου εκ. ανασφάλιστων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη, όπως ξεκίνησε να ισχύει από το 2014 δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Όλες οι πληθυσμιακές ομάδες πλήρωσαν κι εξακολουθούν να πληρώνουν βαρύ τίμημα από την κάθετη πτώση των δαπανών στην υγεία.
 Ενδεικτικά να αναφερθεί πως μόνο η κρατική ενίσχυση των δημοσίων νοσοκομείων για το 2016 είναι 1,16 δισ. ευρώ μειωμένη κατά 60% από τα επίπεδα του 2009, όπως τόνισε πρόσφατα η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ).
Στην ίδια επίσης ανακοίνωση τονίζεται ότι ο ΕΟΠΥΥ αρνείται να καταβάλλει στα νοσοκομεία 600 – 700 εκ. ευρώ, οξύνοντας τα χρηματοδοτικά τους προβλήματα.

Αποτέλεσμα των περικοπών των δαπανών υγείας είναι η υποβάθμιση της κατάστασης της υγείας του πληθυσμού.
Αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία του πληθυσμού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται.
Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούμενη υγεία από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011…
Ωστόσο στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σημαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014)».

Βρεφική και  παιδική υγεία

Τα τεράστια κενά που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση στη μητρική και βρεφική υγεία 6 χρόνια μετά την βύθιση της Ελλάδας στη δίνη των μνημονίων τα αποκαλύπτουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που δείχνουν αύξηση του αριθμού των ελλιποβαρών νεογνών.
Συγκεκριμένα μεταξύ 2008 και 2011 αυξήθηκαν κατά 16%, δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους για την κανονική σωματική τους ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.

Το πρόβλημα επομένως δεν είναι μόνο ότι μειώθηκαν οι γεννήσεις, όπως δείχνει το γεγονός ότι το 2014 καταγράφηκαν στην Ελλάδα 79.975 γεννήσεις από Ελληνίδες και 12.173 από αλλοδαπές, όταν το 2013 είχαν καταγραφεί 80.940 και 13.194, αντίστοιχα.
Ούτε ότι αυξήθηκαν οι γεννήσεις εκτός γάμου από 6.337 το 2013 σε 7.165 το 2014, με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον να βοά ότι δεν είμαστε μάρτυρες μιας ελευθεριακής στροφής μεταξύ των νέων ζευγαριών που απορρίπτει το γάμο ως μορφή κοινωνικής καταπίεσης, αλλά πρόκειται για επιλογή ανάγκης από τη στιγμή που ο γάμος συνεπάγεται κι ένα σοβαρό οικονομικό κόστος.
Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι το περιβάλλον ανατροφής των νέων παιδιών γίνεται πιο ασταθές και ρευστό σε σχέση με μόλις λίγα χρόνια πριν.

Το πρόβλημα επιπλέον, μαζί με όλα τα άλλα, είναι ότι και τα παιδιά που γεννιούνται επειδή είναι ελλιποβαρή έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια νοσήματα, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη τύπου Β, οστεοπόρωση, ακόμη και διάφορες μορφές καρκίνου κ.α.

Αύξηση παιδικής θνησιμότητας

Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, ανακόπηκε η μακροχρόνια τάση μείωσης της παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών έως 1 έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων).
 Πιο συγκεκριμένα, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, οφείλεται τόσο στην αύξηση των θανάτων βρεφών όσο και στην υποχώρηση των γεννήσεων.

Επιδείνωση ψυχικής υγείας

Η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών, με την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και του ανταγωνισμού, επιδρά αρνητικά και στην ψυχική υγεία του πληθυσμού.
Δραματική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσμού με συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης.
Καταγράφεται  ραγδαία αύξηση της μείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013.
Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει κατάθλιψη έναντι 2,6% το 2009.


ΛΒ+ΜΟΛ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου