Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

«Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ, ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο, καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.»

 «Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ, ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο, καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.»






Αναρωτιέμαι, όταν τόσοι άνεμοι σφυρίζουν εφιαλτικά γύρω µας, πώς  εμείς  μπορούμε να αισθανθούμε ασφαλείς;

 Είναι νόμιμο, πιθανόν θεμιτό και ηθικό, αλλά είναι εφικτό;

 Μπορεί να ασφαλίζεις την περιουσία σου, τα πολύτιμα  υπάρχοντά σου και τη ζωή σου µαζί µε τις σκέψεις σε σίγουρες -ή έτσι δείχνουν- κατασκευές.

Μπορεί να χτίζεις ανθεκτικούς τοίχους και  να κατασκευάζεις αναχώματα να  μην εισέρχονται στο μέσα σου κακίες,  απειλές, ιδέες µιαρές και σκέψεις, και ανασφάλειες και αβεβαιότητες και αµφιβολίες και απορίες και ενοχές και άλλα τέτοια.

Έτσι θωρακισµένος, λες, καλά είµαι εδώ. Και συνεχίζεις. Κι όσο βυσσοδοµούν απ’ έξω τα στοιχεία τόσο µαζεύεις µπρος στις απειλές σωρούς µε άµµο, προσθήκες λαµαρίνας, και ισχυρές ιδέες, αντιδιαβρωτικές και ανοξείδωτες.

Κι αράζεις, όχι ακόµα εφησυχασµένος αλλά εν πάση περιπτώσει πιο ασφαλής,
Κι όσο σε πολιορκεί το έξω τόσο γυρίζεις µέσα, στα δωµάτια που δεν επικοινωνούν µε το περιβάλλον, και σχεδόν δεν ακούς πια τι συµβαίνει εκεί.

Επιτέλους µπορείς πια να ησυχάσεις.

Να δεις ειδήσεις µε µακρινές καταστροφές ή και δίπλα σου, το απέναντι σπίτι που το σάρωσε ο ανεµοστρόβιλος, κάποιους παλιούς συµµαθητές σου που τους κατάπιε η κρίση… κι  όσο τα βλέπεις τόσο ηρεµείς εσύ γιατί στο κάτω κάτω, όσο κι αν λυπάσαι και εκδηλώνεις τη συµπαράστασή σου στους παθόντες σε ανακουφίζει που δεν είσαι εσύ στη θέση τους. Μπορείς να δεις και τα τελευταία επεισόδια των τηλεοπτικών σειρών χωρίς αγωνία.
 Κι ύστερα να αποσυρθείς, ήσυχος πως όλα είναι απρόσβλητα από τον κακό µας τον καιρό.

Τώρα από ποια χαραµάδα άρχισαν οι διαβρώσεις, πώς εισχώρησε η υγρασία και σάπισε ο τοίχος, πώς µπήκαν σαν διαρρήκτες οι νιφάδες της αµφιβολίας κι άρχισαν να κλονίζονται οι βεβαιότητες, κανείς δεν ξέρει ακριβώς.

Κι έτσι κατέρρευσαν οι άμυνες, οι ανθεκτικοί τοίχοι  και  τα αναχώματα και  όρμησαν μέσα (σου/μας/σας), αβεβαιότητες και αμφιβολίες και απορίες και ενοχές και  φόβος.
Και έµεινε να απορεί πώς τον βρήκε η συµφορά και να ψάχνει ευθύνες σε άλλους.

Και ξέρετε  γιατί;

Αυτό το κακό  που είχες  κλείσει έξω μπορούσε πρόσκαιρα μόνο να αποτραπεί, και δεν φτάνει να χτίζεις οχυρά για να το αποτρέψεις

Το κακό δεν είναι µόνο το έξω αλλά και η τοίχοι και τα αναχώματα  και η αδράνεια και ο εφησυχασμός και η αντίληψη  «να πάνε άλλοι να βγάλουν το φίδι από την τρύπα», ή το ψηφίζω  και έκανα το καθήκον μου και το αγωνίζομαι, δεν κατεβαίνω στους δρόμους.

Δηλαδή δεν φταίει μόνο το έξω  από εμάς (άλλωστε  αυτός είναι ο ρόλος του και η πορεία του), φταίει αυτό πού λέμε «έξω από εμάς»

Και τίθεται η σχέση γενικού και ατομικού. 
Του είναι με το είμαι.

Δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρχουν ατομικές νησίδες ευτυχίας στον ωκεανό των καταστροφών που είναι η κοινωνία.

Η καταιγίδα θα μας σαρώσει όλους για αυτό πρέπει να  αγωνιζόμαστε για το όλον.
Το μόνο ατομικό που μπορεί να υπάρχει ως ευτυχές είναι οι ατομικές σχέσεις, τα αισθήματα  και τα συναισθήματα και αυτό μας βοηθά να συνεχίζουμε και να ζούμε.

Υπάρχουν ορατές δυνάμεις οι οποίες αναγνωρίζονται στην περιγραφή που ορίζουν την πορεία προς το μέλλον .

Τώρα ιδιαίτερα που οι παλιές ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες .

Τώρα είναι  ανάγκη η νέα ελπίδα να υπάρξει, ένα νέο αφήγημα μια νέα ενότητα, ένα νέο εμείς ! … ;

Αλλά προσοχή στη στίξη: Προτιμότερο   είναι το θαυμαστικό, όχι η τελεία, από το ερωτηματικό στο τέλος. 
Αν και το ερωτηματικό προκαλεί πάντα µμεγαλύτερη διέγερση και ανάγκη ετοιμότητας.
Της σκέψης κατ’ αρχήν.

«Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
…… καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),..»

και
«Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.»


Τάσος Λειβαδίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου