Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Καβαφικά


Καβαφικά 


Όταν ομιλούν οι ποιητές, ή η ποίησις είναι πολιτική.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο / πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι / πολίτης εις των ιδεών την πόλι. Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, / τούτο προσπάθησε τουλάχιστον / όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις. Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. / Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ / στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γην την χάλασες.

Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει· / τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, / τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε. Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα / …

Η μυστική βοή τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή, / Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις. Αλλη καταστροφή που δεν την φανταζόμεθαν, / εξαφνική, / ραγδαία πέφτει πάνω μας, / κι ανέτοιμους -πού καιρός πια- μάς συνεπαίρνει. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, / αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι. / Χωρίς αυτήν δεν θα έβγαινες στον δρόμο. / Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Ειν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. / …Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, / η τόλμη κ’ η απόφασή μας χάνονται. Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή, / εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή. Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, / τα «Πού οι Ελληνες;» και «Πού τα Ελληνικά»… / Ωστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα θαρρώ. Ο ένας τον άλλον σκουντά και σκουντουφλά / …γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη, / τα ένοιωσαν πια τα βήματα των Ερινύων. Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, / και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν / ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς / που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής. Μέσα στον έκλυτο της νεότητάς μου βίο / μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή. Ιδεώδης εν τη λύπη σου. Μα ποιοι ήσαν τούτοι δεν γνώριζε κανείς, / μήτε ποια η πατρίς του μες στο μέγα πανελλήνιον. Διαβάτη, αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή / του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπέρτατη. Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, / που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον / ολίγη αγαπημένη πολιτεία, / ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών. Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα / κάθονται των γερόντων η ψυχές. / Τι θλιβερές που είναι η πτωχές / και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε. / Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε. Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν / είναι πτωχοί, πάλι εις μικρόν γενναίοι, / πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· / πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, / πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα / που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι / να πούνε. Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ / μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. / …Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. / Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. -Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα / να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; / Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα· / κ’ αυτοί βαριούνται ευφράδειες και δημηγορίες.

Όταν ομιλούν οι ποιητές, ή η ποίησις είναι πολιτική.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 17 Απριλίου 1863 (π.ημ.) / 29 Απριλίου 1863 Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1933) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. 

Καβάφης Κ. Π.: Η Πόλις
Η Πόλις / Τετραλογία Μουσικό άλμπουμ του Δήμος Μούτση ~ Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Χρήστος Λεττονός

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου, μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου − σαν νεκρός − θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού − μη ελπίζεις −
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου