ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣΤου Γεράσιμου Προδρομίτη
Η «κρίση είναι ευκαιρία». Οχι με την έννοια που διατείνονται οι ακραιφνείς ζηλωτές του νεοφιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού και οι χαζοχαρούμενοι απολιτίκ χρυσοθήρες της ατομικής αυτοβελτίωσης, αλλά ως περιρρέουσα δραματικά βιωμένη ατμόσφαιρα, που μας προκαλεί να σκεφτούμε τους όρους του ποιοτικά διαφορετικού, που έφερε και συνεχίζει να φέρνει στις ατομικές ζωές αλλά και στην αίσθηση για το σε ποια κοινωνία ζούμε και τι κοινωνία θέλουμε.
Φυσικά, το πρώτο πληθυντικό εδώ επ’ ουδενί σημαίνει πως αναπαράγουμε την αφελή άποψη ότι όλοι θέλουμε την ίδια κοινωνία, παρά το ότι ιστορικά οι ηγεμονικά επιβεβλημένες συμπεριληπτικές εκδοχές τού «εμείς» αποτέλεσαν και αποτελούν προϋπόθεση για τη συγκρότηση κοινωνικών σχηματισμών ανθεκτικών στον χρόνο.
Λίγες σκέψεις λοιπόν, αναπόφευκτα αποσπασματικές, πάνω σε κρίσιμες παραμέτρους της κοινωνιοψυχολογικής λειτουργίας της ατομικής και συλλογικής εκδοχής του κοινωνικού υποκειμένου, οι οποίες διέπουν τόσο την ταχεία αλλαγή της αίσθησης για τα πράγματα, όπως αυτή έχει συντελεστεί μέχρι τώρα, όσο και τους αργόσυρτους μετασχηματισμούς στις ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις, οι οποίοι πιθανώς θα οδηγήσουν σε κάποια σαφή πραγματικότητα τού «εμείς».
Μια αίσθηση που προς το παρόν έχει αφήσει τη θέση της σε μικροσκοπικές, πολυδιασπασμένες, ενίοτε ρευστές και ασαφείς απόπειρες συλλογικότητας, οι οποίες ώς τώρα, στην πλειονότητά τους, δεν έχουν καταφέρει να δώσουν τον ξεκάθαρο τόνο ενός συντεταγμένου κινήματος αλλαγής προς κάποια κατεύθυνση.
Η πρώτη παρατήρηση αφορά το μαζικό αίσθημα «σχετικής αποστέρησης», το οποίο βιώνουν από την αρχή της κρίσης εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού, ως απότοκο της εκμηδένισης των θεωρητικών έστω δυνατοτήτων ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Πρόκειται για το υποκειμενικό αίσθημα πικρίας και αδικίας, εξαιτίας του ότι κάποιος δεν λαμβάνει όσα νομίζει ότι δικαιούται, σε σχέση με άλλα άτομα και ομάδες και σε σχέση με το παρελθόν.
Σύμφυτο με τη διαδικασία κοινωνικής σύγκρισης, το συγκεκριμένο αίσθημα, συνιστά, σύμφωνα με την ομώνυμη θεωρία, βασικό προϋποτιθέμενο της συγκρότησης συλλογικών μορφών διεκδίκησης και σχηματισμού κοινωνικών κινημάτων. Ωστόσο, οι συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού και πολυδιάσπασης των πολλαπλών ταυτοτικών διεργασιών αποτελούν προς το παρόν ανασχετικό παράγοντα προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με αυτό ακριβώς το απειροστικό παιχνίδι των αυτο-αποδόσεων ταυτότητας εντός μιας χαοτικής «αγοράς» διαθέσιμων ταυτοτήτων πολλαπλού περιεχομένου και διαβαθμισμένης πολιτικής σημασιοδότησης: ταυτότητες άλλες χαλαρές και ελάχιστα δεσμευτικές όπως εκείνες του lifestyle, άλλες «κλασικές» και για διάφορους λόγους λίγο ελκυστικές στο χρηματιστήριο της δημόσιας επικοινωνίας όπως η ταξική, η θρησκευτική και η ιδεολογική, άλλες ξεκάθαρα ατομοκεντρικές και comme il faut όπως εκείνες τού διάχυτα συναισθηματικά εκφραστικού και χαλαρού θεωρητικού κοσμοπολιτισμού, άλλες αξιακά προσανατολισμένες στην υπηρέτηση της συλλογικής αλληλεγγύης.
AΑυτές οι τελευταίες μοιάζουν προς το παρόν οι πλέον δραστήριες στο επίπεδο της έμπρακτης πολιτικής δραστηριοποίησης και διεκδίκησης, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τη διαμόρφωση κινημάτων για την προστασία δημόσιων αγαθών, όπως το νερό, το ηλεκτρικό και οι παραλίες. Σε κάθε περίπτωση, οι διεργασίες νοηματοδοσίας, που διεξάγονται πάνω στο ζητούμενο του αυτοπροσδιορισμού εκτεταμένων ποσοτικά τμημάτων του πληθυσμού και της έμπρακτης δραστηριοποίησης-παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα, θα καθορίσουν την αποσαφήνιση σαφών ιδεολογικών προταγμάτων και τη μορφοποίηση συγκεκριμένων ρευμάτων πολιτικής σκέψης και συμπεριφοράς.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά θεμελιώδεις έννοιες συγκρότησης του κοινωνικού δεσμού, όπως η συναίνεση, η σύγκρουση, η συμμόρφωση, η εξάρτηση και η βία. Εννοιες και πραγματικότητες άλλες ζητούμενες, άλλες απευκταίες αλλά ως πραγματικότητες όλες ταυτόχρονα παρούσες και αλληλεπιδρώσες στη διαμάχη κοινωνικής κυριαρχίας και αποφασιστικά ρυθμιστικές για την υφή και το περιεχόμενο της σχέσης εξουσίας-πληθυσμού.
“Η κατεστραμμένη αμοιβαιότητα γεννάει βία” λέει ένα σύνθημα που όλο και πιο συχνά αναπαράγεται τελευταία στον twitterόκοσμο. Εχουμε σταματήσει να μιλάμε για τις αυτοκτονίες και την κατάθλιψη. Μοιάζει ίσως μακρινή η εποχή των προπηλακισμών και των ύβρεων εναντίον εκπροσώπων της δικομματικής πολιτικής τάξης, που ως εκφραστική ακρότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από εξαρτημένο αντανακλαστικό-αντίδραση στην παραβίαση του συμβολαίου συνύπαρξης μεταξύ κράτους και πολίτη. Μακρινή και η εποχή της Marfin, όταν από τότε και στο εξής η θανατηφόρα βία συκοφάντησε ανεπανόρθωτα την έννοια της μαζικής διαμαρτυρίας.
Λιγότερο μακρινή ίσως η εποχή της ακραίας και προληπτικής κρατικής βίας με στόχο το «άδειασμα της πλατείας», αφού η εικόνα του συγκεντρωμένου διαμαρτυρόμενου πλήθους ανέκαθεν φόβιζε τις ηγεσίες. Με όρους επικαιρότητας λησμονημένα όλα αυτά πλην όμως ως νοηματοδοτούσες πραγματικότητες, πάντα ενεργές στο να τροφοδοτούν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς χειραγώγησης.
Εδώ η Θεωρία Διαχείρισης Τρόμου είναι απόλυτα σαφής και ερευνητικά τεκμηριωμένη: «Δείξε σε κάποιον τον θάνατο και θα λατρέψει τον πυρετό» ή, πιο απλά, προκάλεσε σε κάποιον σκέψεις θανάτου και θα τον αναγκάσεις να διαχειριστεί την υπαρξιακή του αγωνία με το να γίνει πιο πειθήνιος, πιο εξαρτημένος και έτοιμος να θέσει την επιθετικότητά του στη διάθεση της νόμιμης εξουσίας, αυτής που με κάποιο (οποιονδήποτε τρόπο) δίνει την αίσθηση ότι εγγυάται τάξη, νόημα και έλεγχο.
«Οταν η βία επιβληθεί, η μετριοπάθεια και η αρετή είναι οι λέξεις του νικητή» έλεγε ο Τάκιτος. Το πρωτογενές προπαγανδιστικό πλεόνασμα ενέσεων ελπίδας και αισιοδοξίας μένει να φανεί αν θα καταφέρει να αποσπάσει τη νομιμοποίηση της πλειοψηφίας. Είναι αυτό που θα καθορίσει πόσο το παλιό θα επιβιώσει μέσα στο καινούργιο και πόσο γρήγορα θα έρθει το νέο (όταν πείσει για την πραγματική του ύπαρξη).
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η ανάγκη για τάξη, νόημα και προβλεπτικότητα συνιστά θεμελιώδες ζητούμενο του ανθρώπινου υποκειμένου, το οποίο είναι έτοιμο να υποστηρίξει ακόμα και μια πραγματικότητα ενάντια στις αξίες και στις πεποιθήσεις του, μπροστά στον κίνδυνο της ασάφειας και της αταξίας.
* Αναπληρωτής καθηγητής Πειραματικής Κοινωνικής Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου