Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Ο βραβευθείς Πυργιώτης Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος

Ο βραβευθείς Πυργιώτης Ηλίας  

Παπαδημητρακόπουλος



Στο διακεκριμένο συμπατριώτη μας Ηλείο (γεννήθηκε στον Πύργο το 1930) διηγηματογράφο και δοκιμιογράφο  Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο απονεμήθηκε ομόφωνα το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων,  για το σύνολο του έργου του.

Τιμήθηκε  από  το Τμήμα Γραμμάτων, Βιβλίου & Ψηφιακού Περιεχομένου της Διεύθυνσης Εφαρμογής Πολιτιστικής Πολιτικής της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και ανακοινώθηκε  κατά την παρουσίαση των   Κρατικών Βραβείων  Λογοτεχνίας 2015, που αφορούν εκδόσεις έτους 2014, στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον «βραχύ κατάλογο» των υποψήφιων προς βράβευση έργων.

Ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διηγηματογράφους ο Πυργιώτης, στρατιωτικός Ιατρός, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος που μαζί με τους ποιητές Τάκη Σινόπουλο και  Γιώργη Παυλόπουλο θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν το κόσμημα του τόπου μας.

Η πατρίδα του ο Πύργος Ηλείας όμως  δεν τον έχει τιμήσει και προβάλλει, όπως πρέπει, όπως του πρέπει και όπως της πρέπει - της πατρίδας ,της πόλης του, του Πύργου...-, αντίθετα από άλλες Ηλειακές πόλεις, όπως τα Λεχαινά (https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=10207982636189012&id=1391125670 ).

Ο Πύργος δεν τον τίμησε, αλλά όπως γράφει ο Δημήτρης Πετσετίδης (γελοιογράφος, διηγηματογράφος) : «Ο Ηλίας ξανάχτισε στα λογοτεχνικά οικόπεδα εκ βάθρων τον Πύργο της Ηλείας , μια πόλη, όπως γράφει, με χαμηλούς ορίζοντες , με ατέλειωτες βροχές, με λάσπες, με το ιδιαίτερα απομονωμένο επαρχιακό της περιβάλλον, και την έκανε να φαντάζει πλήρης ευδίας και γοητείας στα αφηγήματά του.»

Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος δεν είναι ο μόνος που τον λησμονεί  ο τόπος του, ο Πύργος και η Ηλεία, ο κατάλογος είναι μακρύς …

Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος πρωτοδημοσίευσε πεζό του το 1962 στο περιοδικό «Αργώ» της Καβάλας, όπου υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός.
Υπήρξε από τους συντελεστές της άνθησης των γραμμάτων και των τεχνών της πόλης στα μεταπολεμικά χρόνια, ιδρύοντας την κινηματογραφική της λέσχη, υποστηρίζοντας την τοπική λογοτεχνική κίνηση και συμμετέχοντας στην έκδοση του περιοδικού «Σκαπτή Ύλη».

Δάσκαλοί του στο διήγημα του ποιητικού ρεαλισμού το οποίο υπηρετεί σταθερά, μα και γενικότερα στη γραφή, όπως άλλωστε και ο ίδιος έχει αναφέρει στα κείμενά του, υπήρξαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αντρέας Καρκαβίτσας, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Νίκος Καχτίτσης, ο Επαμεινώντας Γονατάς.
Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος τιμήθηκε το 2011 και από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του και που τότε δήλωσε: «Ολα τα βραβεία έχουν την αξία τους»…

Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, γιος γνωστού δικηγόρου της πόλης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας.
Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό `Αργώ` και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού `Σκαπτή Ύλη` και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης.
Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με το βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού `Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων`.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος `Οι Φρακασάνες` στο περιοδικό `Αργώ`. Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα `Ταχυδρόμος` (Καβάλας), `Διάλογος` (Θεσσαλονίκης), `Διάλογος` (Λεχαινών), `Αντί`, `Χάρτης`, `Χρονικό`, `Το Τέταρτο`. Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων πεζογράφων.
Χαρακτηριστική του έργου του είναι η κυριαρχία του νοσταλγικού αισθήματος για την εποχή της νεότητάς του και η πικρή διαπίστωση του αδύνατου της επιστροφής της και της σκληρότητας της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσω ωστόσο μιας γραφής λιτής, έντονα υπαινικτικής, έμμεσα κριτικής και διακριτικά ειρωνικής.

…και κάποια αποσπάσματα από  δύο κείμενα του ( Σπύρος Τσακνιάς «Δακτυλικά αποτυπώματα»):

Στο κείμενο «Η κηδεία» (από την συλλογή «Ο γενικός αρχειοθέτης»). Ο συγγραφέας ανατρέχει σε κάποιο πρωινό της Κατοχής και θυμάται τον Τάκη Σινόπουλο όταν ήρθε στο γυμνάσιο, στον Πύργο, για να συναντήσει τον καθηγητή πατέρα του.

«Το σχολείο είχε επιταχθεί από τους Ιταλούς και κατέληξε στην εκκλησία του αγίου Αθανασίου, στον γυναικωνίτη. Η «σχολική» χρονιά ήταν αξέχαστη: ο ίδιος είχε θρονιαστεί σε ένα ωραίο παράθυρο στα πίσω έδρανα και από εκεί μπορούσε απερίσπαστος να ρεμβάζει επί ώρες τα χωράφια και τις έρημες ακρογιαλιές, τις νοικοκυρές που έβγαιναν στα μπαλκόνια και τίναζαν. Το ωρολόγιο πρόγραμμα σπάνια μπορούσε να εφαρμοσθεί αφού κάθε τόσο, και ενώ το μάθημα βρισκόταν στο φουλ της πλήξης του

 ακούγαμε ξαφνικά μακρόσυρτες ψαλμωδίες και σε λίγο η καμπάνα άρχιζε να χτυπάει σιγανά και πένθιμα πάνω από τα κεφάλια μας.
– Κηδεία, κηδεία, φωνάζαμε τότε με έξαψη.
Με την πάροδο του χρόνου μάλιστα, το πράγμα άρχισε να προσλαμβάνει κάποια βελτιωμένη τακτική και κάθε φορά που σηκωνόταν για μάθημα κάποιος αδιάβαστος, κάποιος άλλος, κυττάζοντας δήθεν εμβριθώς στα πέριξ, αποφεύγοντας όμως και να σημειώσει εμφανώς την παρουσία του, αμολούσε τη σχετική ιαχή:
– Κηδεία, κηδεία!
Από εκεί και πέρα κάθε αντίθετη προσπάθεια απέβαινε επί ματαίω. Εν ριπή οφθαλμού γινόταν η εκκένωση του γυναικωνίτη, ενώ ακολουθούσε μια κανονική διασπορά στα γύρω στενά


Στην εκκλησία του αγίου Αθανασίου που Ηλίας. Παπαδημητρακόπουλος  , ξαναβρέθηκε το 1981(την Δευτέρα του Πάσχα)  στην εκκλησία μπροστά στην Ωραία Πύλη για  να αποχαιρετήσει τον Σινόπουλο. 


Στο κείμενο «Η κόκκινη σημαία» (από πεζογράφημα από τα Θερμά θαλάσσια λουτρά)  ο Ηλίας. Παπαδημητρακόπουλος  εκκινεί από μια ξαφνική ανάμνηση ενός φίλου, του Βασίλη, ιδιοκτήτη μιας προπολεμικής ταβέρνας στο υπόγειο του απέναντι σπιτιού.
 Η βασική της πελατεία ήταν εργάτες και παιδιά από την γειτονιά αλλά και από μακριά όταν πρωτοάνοιγε καινούργιο βαρέλι, πράγμα που διαλαλούσε ο τελάλης στα πέριξ και μια τετράγωνη κόκκινη σημεία στη γωνιά του σπιτιού του.
 Μόνο που ο αφηγητής συγγραφέας απορεί καθώς σταδιακά η σημαία μπαίνει και βγαίνει κατά το δοκούν, ακόμα και τη νύχτα, ενώ μέχρι τότε την υπέστελλε με την δύση του ηλίου. 

 Ο κοινός τους φίλος Μιχάλης «τα είχε ψήσει με την μικρά», κόρη του διοικητή της χωροφυλακής που έμενε από πάνω, και η έπαρση ή υποστολή της σημαίας αποτελούσε το σύνθημα για το ελεύθερο πεδίο.
Ένα βράδυ επέστρεψε απροόπτως ο διοικητής και η σημαία στα χέρια του πανικόβλητου Μιχάλη θεωρήθηκε πολιτική προπαγάνδα και ο νέος φυλακίστηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει τη γνωστή δήλωση.

Την υπέγραψα, το είχα ήδη αποφασισμένο. Ο μοίραρχος συγκινήθηκε, άντε Μιχάλη παιδί μου, μου λέει, να επιστέψεις πια ως χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία και να ξεχάσεις όλα αυτά τα αίσχη.
Ποια αίσχη, καπετάνιε μου; του κάνω. Τότε που καταντήσατε να μας κόβετε τους λαιμούς με τα κονσερβοκούτια, μου λέει.
Αναστέναξα και εγώ και τον κύτταξα στα μάτια. Τι να κάναμε, κύριε μοίραρχε, του λέω, τότε δεν είχαμε τα μέσα, και άρχισε να τραντάζεται από τα γέλια ο Μιχάλης.


Υστερόγραφα:
1. Ανάμεσα σε αυτούς που τον θυμήθηκαν, επειδή  βραβεύθηκε είναι ο γράφων και αυτό δεν είναι σωστό !

2. Τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο τον γνώρισα το 1978, μέσω ενός κοινού μας φίλου τον Κώστα Τζιαντζή, όταν νοσηλευόμουν φαντάρος (και μου συμπαραστάθηκε και με βοήθησε )στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών/ΓΣΝΑ στο γραφείο του και με μεγάλη έκπληξη μου με μια μεγάλη αφίσα στον τοίχο, την αφίσα του Τσε Γκεβάρα.  

1 σχόλιο: