Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

… όσα σκεπάζει ο ουρανός τόσα σκεπάζει η μάνα…

 … όσα σκεπάζει ο ουρανός τόσα σκεπάζει η μάνα…


  •   "Είμαστε λίγοι και μόνοι μας. Ας είναι, εγώ προσωπικά είμαι με τον Δημησιάνο. Και με την μάνα του. Κυρίως μ’ αυτήν "

Ένα θαυμάσιο κείμενο , για τον Βασίλη Δημησιάνο, για την μάνα του (κυρίως για αυτήν), τα Λεχαινά ( και για κάθε Λεχαινά), την Αριστερά, τον Γιάννη Πονήρη, τους συμβιβασμούς, την Επαρχία και την Αθήνα… ένα υπέροχο κείμενο που αναβλύζει μια ευωδιαστή πίκρα, που δεν μιλά μόνο για το παλιά, λέει για το σήμερα και πολλά για τα ερχόμενα

Εισαγωγικό σημείωμα(του Τάκη Λαϊνά).

Το κείμενο που ακολουθεί είχε χαθεί και το έψαχνα γιατί κάποιος μου το ζητούσε. Είχε δημοσιευτεί παλιότερα σε ένα κομματικό έντυπο με κάποιες περικοπές, μια « διακριτική λογοκρισία» δηλαδή. Τελικά βρέθηκε αυτούσιο και χειρόγραφο σε ένα συρτάρι της Ελένης Σκάβδη μαζί με μερικές παλιές φωτογραφίες και μου το έστειλε με τον Θανάση Κεφάλα που την επισκέφτηκε κι εγώ το έλαβα με ικανοποίηση. Και επειδή ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται και η ζωή με τον θάνατο πηγαίνουν χέρι-χέρι, και όσο υπάρχουν Ελένη και Θανάσης θεωρώ ότι εδώ στα Λεχαινά μπορεί . . . να διαβάζεται.

‘ ΟΣΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ, ΤΟΣΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Η ΜΑΝΑ’.

Του Τάκη Λαϊνά / Takis Lainas

Πριν μερικά χρόνια, μπαίνοντας στο νεκροταφείο Λεχαινών από την μοναδική είσοδο, και αμέσως δεξιά συναντούσες έναν τάφο με ξεχωριστή αξία. Ο τάφος αυτός υπάρχει και σήμερα στην θέση του, απλά η μάντρα μαζί με την κεντρική είσοδο μετακινήθηκαν σε βάρος της αυλής, παραβιάζοντας έτσι την αισθητική και την λειτουργικότητα του συνολικού χώρου. Βέβαια το νεκροταφείο ασφυκτιούσε, και σήμερα πάλι ασφυκτιά και παρά τις παρεμβάσεις, αλλά αντί να μεταφερθεί όπως γίνεται σε όλες τις σύγχρονες πόλεις, επεκτάθηκε.

Έγινε τότε ένας μικρός συμβιβασμός ανάμεσα στη δημοτική αρχή και την Εκκλησία, όπως γίνεται σ’ όλη την χώρα, όπου η Εκκλησία αντιδρά στην δημιουργία δημοτικών νεκροταφείων για το δικό της συμφέρον.


Δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι συμβιβασμοί, γιατί αν δεν αντισταθείς στους μικρούς αποδέχεσαι σαν φυσιολογικό γεγονός και τους μεγάλους.
 Όταν δηλαδή δεν μεταφέρεις το νεκροταφείο, δεν προχωρείς στην πράξη εφαρμογής του νέου σχεδίου πόλης, δεν διεκδικείς ζώνες οικιστικού ελέγχου ( ΖΟΕ ), δεν κατεδαφίζεις τα αυθαίρετα, δεν θεσμοθετείς βιοτεχνικά πάρκα ( ΒΙΠΕ ), τότε καταλήγεις μέσα σε πενήντα στρέμματα γης, στην καρδιά της πόλης, να έχεις Γυμνάσιο Λύκειο, βίλες και χαμόσπιτα, νεκροταφείο και εργοστάσιο συσκευασίας φρούτων και λαχανικών, αποθήκες κότες γίδες καλαμιώνες, όλα μαζί. Ένα μικρό Κάιρο δηλαδή, όπου πεθαμένοι και ζωντανοί, προϊόντα και υποπροϊόντα συνυπάρχουν. Τέλος πάντων.

Κάθε τάφος έχει την δική του αξία, την δική του ιστορία το δικό του συναίσθημα. Όμως επιμένω ο τάφος αυτός είναι ξεχωριστός για πολλούς λόγους, κυρίως γιατί εδώ στα Λεχαινά μας συνδέει όλους ή σχεδόν όλους.

Κατ΄αρχάς είναι διακοσμημένος με ένα γλυπτό εξαιρετικής ομορφιάς. Αναπαριστά μια μικρόσωμη ηλικιωμένη φτωχή γυναίκα της ελληνικής επαρχίας. Το πρόσωπο της είναι λιπόσαρκο με εμφανή τα ζυγωματικά από την σωματική προσπάθεια. Τα μαλάκια της είναι τυλιγμένα μ’ένα μαντήλι, το φακιόλι, που σκεπάζει ολόκληρο το κεφάλι της. Έτσι έφτιαχναν τα μαλλιά τους τότε οι γυναίκες της εργασίας. Κάθεται, με τα χέρια της ενωμένα στην ποδιά της και το βλέμμα της είναι καρφωμένο μακριά στο μέλλον. Ατενίζει εμάς κι αυτούς που έρχονται μετά από εμάς με την σιγουριά με ότι η θυσία της έπιασε τόπο. Φέρει την υπογραφή του πασίγνωστου Έλληνα γλύπτη Χρ. Καπράλου και το επίγραμμα : όσα σκεπάζει ο ουρανός τόσα σκεπάζει η μάνα.

Αυτή η μάνα, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χήρα ούσα, μέσα στην ανέχεια μεγάλωσε και σπούδασε ένα χαρισματικό παιδί, τον Βασίλη. Όσο καιρό ο Βασίλης φοιτούσε στην Ιατρική, η μάνα του δούλευε στα Λεχαινά από ήλιο σε ήλιο και του έστελνε. Οι παλιοί λένε πως κάθε βδομάδα έστελνε στο παιδί της μαγειρεμένο φαγητό κι ότι άλλο τρόφιμο με το τραίνο. Και ο Βασίλης την καθορισμένη μέρα και ώρα περίμενε στο σταθμό Πελοποννήσου να παραλάβει το δέμα του κι αυτό κράτησε ολόκληρα χρόνια.

Η αποστολή ειδών διατροφής από μέρους της επαρχιακής οικογένειας προς τους συγγενείς των αστικών κέντρων, εσωτερικούς μετανάστες και φοιτητές με το τραίνο, το φτηνό μεταφορικό μέσο, ήταν μαζικό φαινόμενο και διήρκεσε μέχρι την δεκαετία του ’70 και το σύνηθες υλικό συσκευασίας ήταν ένα χειροποίητο καλαμένιο καλάθι, με την ανοιχτή του πλευρά καλυμμένη με λινάτσα και την βοήθεια χοντρού σπάγκου και μιας σακοράφας και το οποίο περιείχε : ψωμί, μπουγάτσες, παξιμάδια, τραχανά, χυλοπίτες, κρασί, λίγο λάδι, ελιές αλλά και γλυκό του κουταλιού, φύλλα ξερού βακαλάου, όσπρια, πεπόνια κ.α., ανάλογα με την εποχή κι ότι είχε ο καθένας.

Έτσι η επαρχία μετατρεπόταν σε διπλό αιμοδότη, και σε ανθρώπινο δυναμικό και σε πόρους αυτού που ονομάσαμε τέρας της Αθήνας. Την δεκαετία του ’80 η συγκεκριμένη μεταφορά αντικαταστάθηκε από τα Ι.Χ αυτοκίνητα που κατέβαιναν τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές. Με τον τρόπο αυτό αυξήθηκε και η ποσότητα των μεταφερομένων τροφίμων και η γκάμα των προϊόντων. Προστέθηκαν και τα καρπούζια στον κατάλογο και οι πατάτες με το τσουβάλι. Με το τελάρο τα πορτοκάλια και τα λεμόνια στα πίσω καθίσματα, στο καπό, στην σχάρα, στο τρέιλερ παντού. Με τις νταμιτζάνες το κρασί με τις λάτες το λάδι και κρέατα αρνιά σφαγμένα, παπιά, κοτόπουλα, μπούτια χοιρινό και κεφτέδες στο μπολ και τριγλυκερίδια και ουρικό οξύ και χοληστερίνη, όλα.

Από το δυνατό και το αναγκαίο πήγαμε στη σπατάλη και την υπερβολή κι ένας καυστικός συμπολίτης μου σχολίαζε : κατεβαίνουν οι κούρσες στο χωριό μπροστόβαρες και φεύγουν πισώβαρες. Τελευταία ακούμε ότι το καλάθι εκείνο αντικαταστάθηκε από το ‘ καλάθι του παραγωγού’ της δυτικής Ελλάδας το οποίο θα υποστηριχτεί από το Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και ότι ένα εκατομμύριο νέοι και μορφωμένοι θα κατευθυνθούν από τα αστικά κέντρα προς την Ελληνική επαρχία, ενισχύοντας την αγροτική οικογένεια και τον πρωτογενή τομέα, επιλύοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα της ελληνικής ανεργίας, και διάφορες άλλες ανοησίες ακούμε από τους υπουργούς των σκανδάλων.

Εγώ πιστεύω ότι τώρα με την κρίση, το χωριό θα ξαναπαίξει τον ρόλο του, θα ακολουθήσει την μοίρα του, θα ξαναστείλει από το πλεόνασμά του ή το υστέρημά του τρόφιμα στους ταλαιπωρημένους οικονομικά συγγενείς της πρωτεύουσας, και κάθε μάνα θα βρει τον τρόπο, παρ’ όλο που τα καύσιμα έφτασαν στα ύψη και τα τραίνα έπαψαν να περνούν από την δυτική Πελοπόννησο, να στηρίξει το δικό της παιδί που δουλεύει ή σπουδάζει στην Αθήνα την Πάτρα τον Βόλο την Θεσσαλονίκη την Κρήτη, όπως η μάνα του Βασίλη.

Ο Βασίλειος Δημησιάνος τελείωσε τις σπουδές του και διακρίθηκε σαν οφθαλμίατρος.

Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας μας και τον εγκατέστησε στους κορυφαίους γιατρούς της Ευρώπης. Η Ιατρική του προσέδωσε κύρος κοινωνική προβολή και πλούτο, δεν λησμόνησε όμως ποτέ την γενέτειρα γη ούτε την μάνα του που της έκτισε αυτόν τον περίφημο τάφο για να της δείξει την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του.

Ο βιολογικός κύκλος του Δημησιάνου έκλεισε κάπως ξαφνικά το 1966 και η ταφή του έγινε στον ίδιο τάφο που περιγράψαμε, κάτω από συνθήκες περίεργες, πολιτικής προκατάληψης θα έλεγα εγώ, παρουσία ελάχιστων συγγενών και τριών νέων μαθητών ακόμη που είχαμε παραστεί για τους δικούς μας λόγους. Μια ιστορία όπως εκατομμύρια άλλες παρόμοιες σ’ όλο τον κόσμο, με επίκεντρο την αυταπάρνηση της μάνας και το πιο ισχυρό δεσμό, τον δεσμό αίματος, που την συνδέει με το παιδί της. Όταν όμως συμβαίνει δίπλα σου και με γνώριμους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να είναι ιστορία του τόπου σου. Μια ιστορία που θα μπορούσε να κλείσει εδώ, όμως όχι, γιατί εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία.


Ο Β.Δημησιάνος έθεσε τον εαυτόν του και την επιστήμη του στην διάθεση της κοινωνία
ς.

Συστρατεύθηκε με το προοδευτικό κίνημα, έγινε μέλος της ΕΔΑ που του κόστισαν φυλακίσεις και εξορίες. Κάθε φορά που τελείωνε η < τιμωρία > του, ο κόσμος έκανε ουρά έξω από το ιατρείο του σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, όπως λένε. Με έντονη και ισχυρή προσωπικότητα άφησε τα ίχνη του παντού. Στον Αη Στράτη τον θυμούνται ακόμα.

Δώρισε στον Δήμο Λεχαινών χιλιάδες τόμους βιβλία ανεκτίμητης αξίας. Πολλά απ’ αυτά έχουν την ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα τους, αλλά και άλλα προσωπικά του αντικείμενα όπως αυθεντικούς πίνακες ζωγραφικής επωνύμων ελλήνων ζωγράφων καθώς και τα βαρύτιμα έπιπλα του γραφείου του. Μ’ άλλα λόγια η δημοτική βιβλιοθήκη Λεχαινών είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση.

Είχε εκφράσει την επιθυμία να κτίσει με δική δαπάνη σε δημοτικό χώρο ξεχωριστό κτήριο Βιβλιοθήκη-Πινακοθήκη, αλλά η μισαλλοδοξία και η πολιτική αδιαλλαξία των τοπικών αρχόντων της εποχής εκείνης δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει το όραμά του.

Και η ίδια μισαλλοδοξία και αδιαλλαξία επαναλαμβάνονται και σήμερα με το κληροδότημα του άλλου αριστερού δωρητή του Γιάννη Πονήρη ( Καπεταν Ξάνθου ) . Ο Γιάννης Πονήρης δώρισε στον δήμο Λεχαινών το σύνολο του ζωγραφικού του έργου ( 93 πίνακες ) και το οικόπεδο της πατρικής του κατοικίας. Πάνω από δέκα χρόνια τώρα τα έργα του παραμένουν στα χαρτόκουτα και το σκοτάδι, και το οικόπεδο αναξιοποίητο. Μερικοί μάλιστα προσπάθησαν, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, να το χρησιμοποιήσουν για αλλότριους σκοπούς και παρά τον νόμο περί κληροδοτημάτων. Αλλά η μισαλλοδοξία και πολιτική αδιαλλαξία έχουν προέλευση και από την άλλη πλευρά. Όταν πέθανε ο Καπετάν Ξάνθος, ο αγνός ήρωας που πολέμησε στο Πούσι και αγάπησε τον τόπο, την κοινωνία και τους νέους όσο ελάχιστοι, οι «ορθόδοξοι» απείχαν προκλητικά, κι ούτε ένα στεφάνι δεν έστειλαν στην κηδεία του. Βλέπετε το ΚΚΕ έχει τα δικά του μέλη και τα κουπόνια του, όλοι οι άλλοι αριστεροί είναι θανάσιμοι εχθροί του.

Σε κάθε περίπτωση η δημ. βιβλιοθήκη Λεχαινών είτε σε ενοικιαζόμενο χώρο στην αρχή είτε στεγασμένη στο κτήριο του δημαρχείου στην συνέχεια, αποτέλεσε μια αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη για όλους και ειδικά τους μαθητές στη δεκαετία του ’60 και μετά. Κάθε απόγευμα γέμιζε από παιδιά που ερχόντουσαν να διαβάσουν να γράψουν να εργαστούν. Δεν υπήρχαν πολλά βιβλία στα σπίτια μας τότε. Ένα δεύτερο σχολείο δηλαδή. Και πολλές φορές με μια ταχύτατη αναδιάταξη των καθισμάτων μεταβαλλόταν σε χώρο ομιλίας και διαλόγου. Εκεί μίλησαν καθηγητές από την Αθήνα, φιλόλογοι από την Πάτρα, εκπρόσωποι κομμάτων και συλλόγων, καλλιτέχνες, ντόπιοι διανοούμενοι, επιστήμονες και άλλοι. Ένα μικρό και ζωντανό πνευματικό κέντρο.

Σήμερα αυτό το κέντρο έχει πεθάνει και οι νεκροθάφτες του, δημοτικοί παράγοντες, θέλησαν να κάνουν την οριστική αποκομιδή των ιερών λειψάνων του. Να στοιβάξουν τα βιβλία, την τέχνη και την επιστήμη δηλαδή, ξανά σε χαρτόκουτα και να τα αδειάσουν μαζί με άλλο έντυπο υλικό του Δήμου σε μια αποθήκη με πραγματικούς αρουραίους.

Αλλά παρενέβησαν κάποιοι πολίτες που τους εμπόδισαν και απεφεύχθη η ιεροσυλία. Και πάλι όμως υπό καταστάσεις περίεργες, όπως μαθαίνουμε και διαβάζουμε στον τοπικό τύπο, η δημ. βιβλιοθήκη μεταφέρεται σε άλλο χώρο μικρότερο για να κερδηθούν μερικά τετραγωνικά μέτρα υπέρ των γραφείων του νέου δήμου, και με το αρχείο να έχει χαθεί, και μια δημοτική υπάλληλο ανάμεσα σε ράφια, ξανά κιβώτια και βιβλία χύμα στο δάπεδο κι ένα μολύβι κι ένα τετράδιο να προσπαθεί να το ξαναφτιάξει.

Αυτά τα βιβλία του αριστερού Δημισιάνου, την δεκαετία του ’60, τα διαχειρίστηκε με τρόπο άψογο ο Νίκος Ζαροκανέλος, ο δεξιός. Σου παρέδιδε το βιβλίο που ζητούσες ή τα βιβλία που απαιτούσε η εργασία σου με ευλάβεια. Και αξίωνε να του τα επιστρέψεις άθικτα για να ξαναβάλει στην θέση τους, εμπνέοντας σου σεβασμό, σοβαρότητα και τάξη.

Μιλά κανείς για συναίνεση και συνύπαρξη;

Αλλά πώς να συνυπάρξεις με κάποιους δεξιούς που νομίζουν ότι βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο του εμφυλίου, και κάποιους αριστερούς που εξακολουθούν να σου μιλάνε όρους προβιομηχανικής εποχής.

Είμαστε λίγοι και μόνοι μας. Ας είναι, εγώ προσωπικά είμαι με τον Δημησιάνο. Και με την μάνα του. Κυρίως μ’ αυτήν,

Λεχαινά, Νοέμβρης 2011.

Σημειώσεις:

1./ Οι φωτογραφίες των αγαλμάτων είναι από έργα με θέμα «Η Μάνα» του κορυφαίου γλύπτη Χρήστου Καπράλου με μοντέλο την μητέρα του

2./ Οι Υπογραμμίσεις και οι τονισμοί δικές μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου